κέπφῳ

κέπφῳ
κέπφος
stormy petrel
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεπφώ — κεπφῶ και κεμφῶ, όω (Α) [κέπφος] 1. εξαπατώ, παραπλανώ («ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς», ΠΔ) 2. παθ. κεπφοῡμαι, όομαι γίνομαι ανόητος σαν τον κέπφο …   Dictionary of Greek

  • κέπφωσις — κέπφωσις, ἡ (Α) [κεπφώ] η αστάθεια τού χαρακτήρα, η κουφότητα …   Dictionary of Greek

  • κεμφώ — κεμφῶ, όω (Α) εσφ. γρφ αντί κεπφώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”